- ετερομόλιος
- ἑτερομόλιος, ἡ (Α)φρ. «ἑτερομόλιος δίκη» — η δίκη στην οποία παρουσιάζεται μόνο ο ένας από τους δύο αντιδίκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + θ. μολ- (πρβλ. έμολον, β' αόρ. τού βλώσκω «έρχομαι») + κατάλ. -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.